φθειράπτερα

φθειράπτερα
τα, Ν
ζωολ. τάξη, ή κατ' άλλους υπέρταξη, με 3.500 περίπου είδη, γνωστά ως ψείρες, που κατατάσσονται σε δύο κύριες υποτάξεις ή τάξεις, τα ανόπλουρα και τα μαλλοφάγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phthiraptera (< φθειρ + άπτερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψείρα — Μικρό νησί του Κρητικού πελάγους, μήκους 1 μιλιού και ύψους 693 ποδιών. Στην αρχαιότητα ήταν κατοικημένο από την πρωτομινωική έως την υστερομινωική εποχή. Ανασκαφές έφεραν στο φως χρυσά περιδέραια λεπτότατης τέχνης, ζωόμορφα ρυτά και ανάγλυφες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”